assembler language | |
IT dat.proc. | γλώσσα μηχανής; συμβολική γλώσσα; συμβολική γλώσσα assembly |
processor | |
gen. | μεταποιητική βιομηχανία |
commer. | ενδιάμεσος χρήστης |
dat.proc. | εκτελών την επεξεργασία |
fin. | μεταποιητής |
| |||
γλώσσα μηχανής; συμβολική γλώσσα; συμβολική γλώσσα assembly |
assembler language : 2 phrases in 1 subject |
Information technology | 2 |