artificial | |
gen. | τεχνητή; τεχνητό |
vibration | |
earth.sc. environ. | κραδασμός; μηχανική δόνηση |
earth.sc. mater.sc. | καταπόνηση σε δόνηση |
environ. | δονήσεις; κραδασμοί; δονήσεις/κραδασμοί/ταλαντώσεις; ταλαντώσεις |
med. | δόνηση; δονισμός |
transp. construct. | δονητικός κοπτήρας |
| |||
τεχνητή; τεχνητό | |||
τεχνητός | |||
English thesaurus | |||
| |||
artif | |||
art. |
artificial : 371 phrases in 36 subjects |