artificial | |
gen. | τεχνητή; τεχνητό |
restock | |
commun. | ανανεώνω; εφοδιάζω με απόθεμα; συμπληρώνω |
restocking | |
agric. | αύξηση του αριθμού των ζώων; πλήρωση δεξαμενής με ιχθύδια; ανανέωση των αποθεμάτων; αύξηση του ζωικού πληθυσμού |
environ. | επανασύσταση των ζωικών αποθεμάτων |
| |||
τεχνητή; τεχνητό | |||
τεχνητός | |||
English thesaurus | |||
| |||
artif | |||
art. |
artificial : 371 phrases in 36 subjects |