artificial | |
gen. | τεχνητή; τεχνητό |
classification | |
comp., MS | ταξινόμηση |
environ. | διαλογή; διαχωρισμός; κατηγοριοποίηση |
insur. | κατάταξη |
market. | γενικό λογιστικό σχέδιο |
math. | κατάταξη |
med. | ταξινόμηση |
pharma. environ. | διαβάθμιση; κατηγοριοποίηση |
| |||
τεχνητή; τεχνητό | |||
τεχνητός | |||
English thesaurus | |||
| |||
artif | |||
art. |
artificial : 371 phrases in 36 subjects |