artificial | |
gen. | τεχνητή; τεχνητό |
block | |
gen. | δωμάτια που έχουν κρατηθεί για ένα γκρουπ |
construct. | σειρές ομοιόμορφων σπιτιών ενωμένων μεταξύ τους; οικοδομικό τετράγωνο |
fin. lab.law. | δεσμεύω |
industr. construct. met. | μπλόκο σχηματοδότησης; κεφαλή αδαμαντοφόρου κόφτη; κόφτης με διαμάντι ή ροδέλλα; μπλόκ γυαλιού |
stat. | τμήμα |
blocks | |
gen. | ογκόλιθοι διασκορπισμού ενεργείας |
| |||
τεχνητή; τεχνητό | |||
τεχνητός | |||
English thesaurus | |||
| |||
artif | |||
art. |
artificial : 371 phrases in 36 subjects |