area code abbr. | |
commun. | υπεραστικός κώδικας; χαρακτηριστικός αριθμός κλήσης |
routing abbr. | |
commun. | οδός διαβίβασης; δρομολόγηση κίνησης |
comp., MS | δρομολόγηση |
earth.sc. life.sc. | υπολογισμός διαδόσεως πλημμυρικού κύματος |
el. | δρομοθέτηση; διάνοιξη διαδρομής; όδευση |
industr. construct. | βαθεία άροσις |
| |||
υπεραστικός κώδικας; χαρακτηριστικός αριθμός κλήσης | |||
υπεραστικός κωδικός (A number that identifies each telephone service area in a country/region and is used as a dialing prefix) | |||
English thesaurus | |||
| |||
AC |
area code : 12 phrases in 2 subjects |
Communications | 11 |
General | 1 |