arcing time | |
el. | χρονική διάρκεια τόξου; χρόνος διαρκείας του φωτοβολταϊκού τόξου |
pole | |
gen. | πόλος |
agric. | πάσσαλος περίβολου |
forestr. | στύλος; πάσσαλος |
hobby | κοντάρι για άλμα επί κοντώ; ραβδος για άλμα |
mech.eng. | πείρος έλξης; πείρος κοτσαρίσματος |
| |||
χρονική διάρκεια τόξου; χρόνος διαρκείας του φωτοβολταϊκού τόξου | |||
χρόνος λειτουργίας τόξου; χρόνος καύσεως |
arcing time : 5 phrases in 2 subjects |
Electronics | 4 |
Metallurgy | 1 |