conversion | |
fin. | ανταλλαγή |
forestr. | επεξεργασία; μορφοποίηση; εναλλαγή,μετασχηματισμός,μεταστροφή; μετατροπή,μετασχηματισμός; κατεργασία |
industr. construct. | πρίσις |
law agric. | οικειοποίηση |
law lab.law. | μετατροπή επαγγελματικής ειδίκευσης |
med. | μετατροπή |
method | |
environ. | μέθοδος |
med. | μέθοδος |
arbitrary : 41 phrases in 14 subjects |