charge | |
chem. | υλικό που διαχωρίζεται |
commun. | καταχώρηση δανεισμού; χρέωση |
earth.sc. | γόμωση |
econ. | κατηγορία για αδίκημα |
fin. | βαρύνω περιουσιακό στοιχείο για εξασφάλιση χρεών |
industr. construct. met. | μίγμα; τροφοδοσία; τροφοδότηση; τροφοδοτώ κλίβανον |
arbitrary : 41 phrases in 14 subjects |