approach | |
gen. | προσεγγίζω |
construct. | ράμπα προσπελάσεως; γέφυρα προσαγωγής; κεκλιμένα επίπεδα προσπελάσεως στη γέφυρα |
earth.sc. mech.eng. | διαφορά οριακών τιμών ψύξης; προσέγγιση |
environ. | προσέγγιση |
mech.eng. | διαδρομή προσέγγισης; πλησιάζω |
transp. avia. | επίδειξη σε πτήση |
indicator | |
gen. | δείκτης; όργανο ένδειξης |
el. | φλας; φωτεινός δείκτης πορείας |
environ. | δείκτης |
mech.eng. | ενδεικτικό |
met. | εντοπιστής πυρήνα |
transp. el. | δείκτης οπτικός; οπτικό σήμα |
| |||
προσεγγίζω | |||
ράμπα προσπελάσεως; γέφυρα προσαγωγής; κεκλιμένα επίπεδα προσπελάσεως στη γέφυρα | |||
διαφορά οριακών τιμών ψύξης; προσέγγιση f | |||
διαδρομή προσέγγισης; πλησιάζω | |||
επίδειξη σε πτήση | |||
| |||
προσέγγιση f | |||
| |||
τροφοδότηση | |||
English thesaurus | |||
| |||
app; appr; ap | |||
Movement performed safely by a troop to reach contact with the enemy when no friendly element is left interposed between the enemy and the troop itself. This term only applies to small elements. (FRA) | |||
| |||
Alberta Provincial Project For Outcomes Assessment In Coronary Heart Disease |
approach : 472 phrases in 43 subjects |