applicant | |
gen. | καταθέτης ; αιτών |
law | αιτών; ενάγων; προσφεύγων; προσφεύγων-ενάγων |
law commun. | αιτούντες; πρoσφεύγωv |
patents. | καταθέτης |
| |||
καταθέτης αίτησης κοινοτικού σήματος; αιτών | |||
αιτών; ενάγων m; προσφεύγων n; προσφεύγων-ενάγων n | |||
αιτούντες; πρoσφεύγωv n | |||
καταθέτης m | |||
αναιρεσείων |
applicant : 73 phrases in 18 subjects |