anticodon | |
med. | αντικωδικόνιο; αντικωδίκιο; αντικωδικό |
loop | |
commun. | βρόχος |
comp., MS | βρόχος |
el. | βρόχος σύζευξης; κλειστό κύκλωμα |
industr. construct. | βοστρυχώνω |
IT tech. | δίκτυο βρόχων; δίκτυο δακτυλίων |
med. | βρόγχος; βρόχος |
| |||
αντικωδικόνιο m; αντικωδίκιο n; αντικωδικό m |
anticodon : 1 phrase in 1 subject |
Medical | 1 |