angular abbr. | |
med. | γωνιώδης; γωνιωτός |
speed abbr. | |
gen. | επιταχύνω; ταχύτητα εκτέλεσης εργασίας; γραμμική ταχύτητα |
fin. | ταχύτητα προπληρωμής |
forestr. | γρανάζι μετάδοσης κίνησης |
law econ. IT | επίδοση; παροχή εργασίας; ρυθμός εκτέλεσης εργασίας |
med. | ταχύτητα |
social.sc. | φασόλια |
| |||
γωνιώδης; γωνιωτός |
angular : 180 phrases in 23 subjects |