angular | |
med. | γωνιώδης; γωνιωτός |
pitch | |
comp., MS | βήμα |
pitching | |
agric. | μεταφορά του ζυθογλεύκους στο χώρο κύριας ζύμωσης |
construct. | διευθετημένη υπόβαση χειρόθετης λιθορριπής; λίθινη επένδυση; ξηρολιθένδυση |
transp. | σκαμπανέβασμα; αναπήδηση |
transp. construct. | λιθεπένδυση του πρανούς; σκυρόστρωση; λιθόδεμα |
| |||
γωνιώδης; γωνιωτός |
angular : 178 phrases in 23 subjects |