angular | |
med. | γωνιώδης; γωνιωτός |
notch | |
agric. | τομή ρίψεως |
industr. construct. | εντομή; εγκοπή,εντορμία,μόρσο |
industr. construct. met. | εγκοπή; οδόντωση |
mech.eng. | υποδοχέας βύσματος ή πείρου αναστολής |
met. | δοντιάζω; εγκόπτω; εντέμνω |
| |||
γωνιώδης; γωνιωτός |
angular : 178 phrases in 23 subjects |