angular abbr. | |
med. | γωνιώδης; γωνιωτός |
notch abbr. | |
agric. | τομή ρίψεως |
industr. construct. | εντομή; εγκοπή,εντορμία,μόρσο |
industr. construct. met. | εγκοπή; οδόντωση |
mech.eng. | υποδοχέας βύσματος ή πείρου αναστολής |
met. | δοντιάζω; εγκόπτω; εντέμνω |
| |||
γωνιώδης; γωνιωτός |
angular : 180 phrases in 23 subjects |