angular abbr. | |
med. | γωνιώδης; γωνιωτός |
field abbr. | |
agric. | χωράφι; αγρός παραγωγής; τμήμα γης; εξοπλισμός που χρησιμοποιείται στους αγρούς |
commun. | πεδίο μορφοτύπου; πλαίσιο |
comp., MS | πεδίο |
IT | ιδιοχαρακτηριστικό |
med. | πεδίο |
| |||
γωνιώδης; γωνιωτός |
angular : 180 phrases in 23 subjects |