allocation | |
account. | καταλογισμός; προσδιορισμός |
environ. | κατανομή; διανομή; εκχώρηση; επίδομα; καταλογισμός |
insur. PR | αποζημίωση; επίδομα; επιχορήγηση |
of | |
gen. | από |
Work | |
comp., MS | Εργασία |
work | |
gen. | λειτουργώ |
earth.sc. chem. | έργο |
econ. | εργασία |
forestr. | υπερωριακή εργασία |
lab.law. | κόσμος της εργασίας |
law commun. lab.law. | εργαζόμενος |
mech.eng. | κατασκευάζω; μετασκευάζω; κατεργάζομαι |
| |||
εκχώρηση f; καταμερισμός m | |||
καταλογισμός m; προσδιορισμός m | |||
κατανομή συχνοτήτων; καταχώριση συχνοτήτων | |||
κατανομή/διανομή/εκχώρηση/καταλογισμός/επίδομα f | |||
κατανομή δυναμικότητας | |||
ανώτατο όριο εγγραφής | |||
αποζημίωση f; επίδομα n; επιχορήγηση f | |||
χορήγηση δικαιώματος χρήσης | |||
διάταξη f; παρεγχώρηση f | |||
| |||
κατανομή f; διανομή f; εκχώρηση f; επίδομα n; καταλογισμός m | |||
English thesaurus | |||
| |||
Distribution of limited forces and resources for employment among competing requirements. see also apportionment JP 5-0 |
allocation : 268 phrases in 25 subjects |