allocation | |
account. | καταλογισμός; προσδιορισμός |
environ. | κατανομή; διανομή; εκχώρηση; επίδομα; καταλογισμός |
insur. PR | αποζημίωση; επίδομα; επιχορήγηση |
of | |
gen. | από |
indexing | |
el. | δεικτοδότητση |
fin. | ίντεξινγκ |
IT | ευρετηριασμός |
Terms | |
comp., MS | Όροι |
term | |
comp., MS | όρος |
econ. | προθεσμία |
polit. gov. law | θητεία |
work.fl. gen. | όρος |
| |||
εκχώρηση f; καταμερισμός m | |||
καταλογισμός m; προσδιορισμός m | |||
κατανομή συχνοτήτων; καταχώριση συχνοτήτων | |||
κατανομή/διανομή/εκχώρηση/καταλογισμός/επίδομα f | |||
κατανομή δυναμικότητας | |||
ανώτατο όριο εγγραφής | |||
αποζημίωση f; επίδομα n; επιχορήγηση f | |||
χορήγηση δικαιώματος χρήσης | |||
διάταξη f; παρεγχώρηση f | |||
| |||
κατανομή f; διανομή f; εκχώρηση f; επίδομα n; καταλογισμός m | |||
English thesaurus | |||
| |||
Distribution of limited forces and resources for employment among competing requirements. see also apportionment JP 5-0 |
allocation : 268 phrases in 25 subjects |