allocation abbr. | |
account. | καταλογισμός; προσδιορισμός |
environ. | κατανομή; διανομή; εκχώρηση; επίδομα; καταλογισμός |
insur. PR | αποζημίωση; επίδομα; επιχορήγηση |
vessel abbr. | |
gen. | σκάφος |
agric. | βαρέλι |
econ. | πλοίο |
industr. | δοχείο |
med. | αγγείο |
nat.sc. agric. | αγγείο |
fleet abbr. | |
fish.farm. | στόλος διχτυών |
segment abbr. | |
agric. mech.eng. | τύμπανο κυλίνδρου; σώμα κυλίνδρου; στοιχείο κυλίνδρου |
IT | εικονοτμήμα; τομέας |
life.sc. tech. | στοιχείον ή τμήμα διατομής |
med. | τμήμα; τεμάχιο; χωρίζω σε τμήματα χώρισα; τέμνω έτμησα |
| |||
εκχώρηση; καταμερισμός m | |||
καταλογισμός m; προσδιορισμός m | |||
κατανομή συχνοτήτων; καταχώριση συχνοτήτων | |||
κατανομή/διανομή/εκχώρηση/καταλογισμός/επίδομα | |||
κατανομή δυναμικότητας | |||
ανώτατο όριο εγγραφής | |||
αποζημίωση; επίδομα f; επιχορήγηση | |||
χορήγηση δικαιώματος χρήσης | |||
διάταξη; παρεγχώρηση | |||
| |||
κατανομή; διανομή; εκχώρηση; επίδομα f; καταλογισμός m | |||
English thesaurus | |||
| |||
Distribution of limited forces and resources for employment among competing requirements. see also apportionment JP 5-0 |
allocation : 269 phrases in 25 subjects |