aggregate | |
med. | συσσωρεύω συσσώρευσα; επισωρεύω επισωρευσα; συγκεντρώνω συγκέντρωσα; συναθροισμένος; συσσωματωμένος; συσσωρευμένος |
of | |
gen. | από |
nested chains of cells | |
life.sc. | εμπερικλειόμενες αλυσίδες κυττάρων; επικαλυπτόμενες αλυσίδες κυττάρων |
| |||
συσσωρεύω συσσώρευσα; επισωρεύω επισωρευσα; συγκεντρώνω συγκέντρωσα; συναθροισμένος; συσσωματωμένος; συσσωρευμένος | |||
| |||
μακροοικονομικά/συνολικά μεγέθη | |||
English thesaurus | |||
| |||
agg | |||
aggr |
aggregates : 51 phrases in 21 subjects |