ageing | |
agric. | ωρίμανση; παλαίωση |
coal. chem. | γηρασμός; χρόνος αποθήκευσης |
el. | γήρανση του τρανζίστορ |
health. | γήρας; γηρατειά; κατάταξη κατά ηλικία |
industr. construct. | ωρίμαση |
lab.law. | μεταβολή των προστατευτικών ιδιοτήτων λόγω παλαίωσης |
method | |
environ. | μέθοδος |
med. | μέθοδος |
| |||
ωρίμανση f; παλαίωση f | |||
Πήξη στερεοποίηση | |||
γηρασμός m; χρόνος αποθήκευσης | |||
γήρανση του τρανζίστορ; ζώή f; γήρανση κρυστάλλου | |||
γήρας n; γηρατειά n; κατάταξη κατά ηλικία | |||
ωρίμαση f | |||
μεταβολή των προστατευτικών ιδιοτήτων λόγω παλαίωσης | |||
Γήρανση f | |||
γήρανση f | |||
English thesaurus | |||
| |||
ageing |
ageing : 106 phrases in 18 subjects |