advance | |
gen. | πρόοδος; προκαταβάλλω; προχωρώ |
advanced | |
gen. | εξελιγμένη; εξελιγμένο |
med. | προχωρημένος; εξελιγμένος |
train | |
gen. | τρένο; εκπαιδεύω; εξασκώ; προπονώ |
training | |
agric. | μόρφωση πρέμνων; σχηματισμός πρέμνων |
comp., MS | εκπαίδευση |
ed. empl. | κατάρτιση |
| |||
πρόοδος; προκαταβάλλω; προχωρώ | |||
| |||
έκθεση έργου; έκθεση προόδου | |||
| |||
εξελιγμένη; εξελιγμένο | |||
προχωρημένος; εξελιγμένος | |||
English thesaurus | |||
| |||
adv | |||
ad | |||
| |||
Advanced SMGCS (MichaelBurov) |
advanced : 248 phrases in 34 subjects |