advance | |
gen. | πρόοδος; προκαταβάλλω; προχωρώ |
advanced | |
gen. | εξελιγμένη; εξελιγμένο |
med. | προχωρημένος; εξελιγμένος |
damage | |
gen. | βλάπτω |
commun. | βλάβη |
earth.sc. mater.sc. | βλ βη; ελ ττωμα; ζημι |
econ. | ζημία |
el. | ζημιά |
environ. | βλάβη; ελάττωμα; βλάβη/ζημία/ελάττωμα |
modelling | |
environ. | προτυποποίηση/κατάρτιση; προτυποποίηση/κατάρτιση μοντέλου |
health. nat.sc. | γενετική πρώϊμη διάγνωση; κατάρτιση μοντέλων |
med. | διαμόρφωση; μίμηση προτύπου; δημιουργία μοντέλου; πλάσιμο προτύπου; μοντελοποίηση |
R&D. | ανάπτυξη μοντέλων |
| |||
πρόοδος; προκαταβάλλω; προχωρώ | |||
| |||
έκθεση έργου; έκθεση προόδου | |||
| |||
εξελιγμένη; εξελιγμένο | |||
προχωρημένος; εξελιγμένος | |||
English thesaurus | |||
| |||
adv | |||
ad | |||
| |||
Advanced SMGCS (MichaelBurov) |
advanced : 251 phrases in 34 subjects |