adjustment | |
econ. | συμψηφισμός |
fin. | προσαρμογή τιμής τίτλου; ρύθμιση τιμής τίτλου |
med. | προσαρμογή; ρύθμιση; διευθέτηση |
connected with | |
law | σχετικός με |
implementation | |
gen. | απολογισμός εφαρμογής |
commun. IT energ.ind. | μεταφορά σε εθνικό επίπεδο; μεταφορά σε εθνικό επίπεδο ενός ευρωπαϊκού προτύπου |
environ. | Εφαρμογή |
IT | υλοποίηση; υλοποίηση ενός συστήματος |
| |||
συμψηφισμός m | |||
προσαρμογή τιμής τίτλου; ρύθμιση τιμής τίτλου | |||
προσαρμογή; ρύθμιση; διευθέτηση | |||
| |||
λογιστικοί διακανονισμοί | |||
English thesaurus | |||
| |||
adj. | |||
adj |
adjustments : 458 phrases in 40 subjects |