adjustment | |
econ. | συμψηφισμός |
fin. | προσαρμογή τιμής τίτλου; ρύθμιση τιμής τίτλου |
med. | προσαρμογή; ρύθμιση; διευθέτηση |
of | |
gen. | από |
width | |
tech. industr. construct. | πλάτος |
textile | φάρδος υφάσματος; πλάτος υφάσματος |
in | |
gen. | μέσα; σε |
exit zone | |
transp. construct. | ζώνη εξόδου |
| |||
συμψηφισμός m | |||
προσαρμογή τιμής τίτλου; ρύθμιση τιμής τίτλου | |||
προσαρμογή; ρύθμιση; διευθέτηση | |||
| |||
λογιστικοί διακανονισμοί | |||
English thesaurus | |||
| |||
adj. | |||
adj |
adjustment : 433 phrases in 38 subjects |