adjust | |
commun. met. | εφαρμόζω; προσαρμόζω; ρυθμίζω |
mech.eng. | προσαρμογή; ρύθμιση εφαρμογής; ρυθμίζω; τοποθετώ |
stat. | εξομαλύνω |
tech. | προσαρμόζω |
statement | |
gen. | δήλωση; έκθεση |
comp., MS | πρόταση |
econ. pharma. | πιστοποίηση |
forestr. | ανακοίνωση |
IT tech. | εντολή; πρόταση |
| |||
προσαρμογή; ρύθμιση εφαρμογής; ρυθμίζω; τοποθετώ; διορθώνω το τζόγο από φθορά | |||
προσαρμόζω | |||
| |||
εφαρμόζω; προσαρμόζω; ρυθμίζω | |||
εξομαλύνω | |||
| |||
εφαρμογή; ρύθμιση | |||
ρυθμιστικό ελατήριο | |||
English thesaurus | |||
| |||
adj | |||
adj. |
adjusting : 124 phrases in 20 subjects |