addition | |
chem. | προσθήκη |
environ. | προσθήκη/πρόσθετο/πρόσθεση |
met. | κραματικό στοιχείο; συστατικό κράματος |
Element | |
gen. | Στοιχείο |
element | |
gen. | ράβδος εκρηκτικού |
commun. | συστατικό |
comp., MS | στοιχείο |
el. | στοιχεία; στοιχείο λογικό |
lab.law. | στοιχείον παραγωγικής διαδικασίας |
mech.eng. | μηχανικό στοιχείο |
med. | στοιχείο; χημικό στοιχείο |
| |||
προσθήκη f | |||
προσθήκη/πρόσθετο/πρόσθεση f | |||
κραματικό στοιχείο; συστατικό κράματος | |||
| |||
πρόσθετα υλικά | |||
English thesaurus | |||
| |||
addn | |||
add | |||
add.; addn. |
addition : 86 phrases in 25 subjects |