adaptive abbr. | |
med. | προσαρμοστικός |
differentiate abbr. | |
gen. | διαφοροποιώ |
pulse code modulation abbr. | |
commun. el. | κανάλι ήχου παλμοκωδικής διαμόρφωσης |
IT | παλμοκωδική διαμόρφωση; διαμόρφωση κωδικοποιημένων παλμών; κωδική παλμοδιαμόρφωση |
| |||
προσαρμοστικός |
adaptive : 103 phrases in 15 subjects |