actual | |
gen. | πραγματική; πραγματικό; πραγματικός |
changes | |
account. | μεταβολές |
in | |
gen. | μέσα; σε |
assets and liabilities | |
account. | περιουσία; περιουσιακά στοιχεία |
| |||
φυσική πρώτη ύλη; φυσικό εμπόρευμα | |||
| |||
πραγματική; πραγματικό; πραγματικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
a. | |||
act |
actual : 246 phrases in 32 subjects |