activities | |
account. | θέσεις απασχόλησης |
activity | |
gen. | ενεργότητα |
comp., MS | δραστηριότητα |
el. | ραδιενέργεια |
med. | ενεργητικότητα; δραστηριότητα; δραστικότητα; ενεργότητα |
button | |
comp., MS | πλήκτρο; κουμπί |
earth.sc. el. | κεφαλή πλήκτρου επαφής |
el. | κλειδί; λαβή; μοχλός χειρισμού; πλήκτρο |
hobby | αιχμή προφύλαξης που τοποθετείται στην άκρη ενός ξίφους |
med. | χόνδρος ακανθωδών αποφύσεων; κομβίο |
| |||
δραστηριότητα f (In a statechart diagram, the response an object in a particular state makes to an event without changing its state. Unlike actions, activities have non-negligible execution times and can be interrupted. The keyword do indicates an activity) | |||
ραδιενέργεια m | |||
δραστηριότητα f; δραστικότητα f; ενεργότητα f | |||
απασχόληση | |||
| |||
θέσεις απασχόλησης δραστηριότητες | |||
| |||
ενεργότητα f | |||
| |||
ενεργητικότητα | |||
English thesaurus | |||
| |||
The main actions taken to operate the COBIT process | |||
ac; act; actv; acty | |||
A unit, organization, or installation performing a function or mission; A function, mission, action, or collection of actions (JP 3-0) |
activity : 788 phrases in 59 subjects |