activities | |
account. | θέσεις απασχόλησης |
activity | |
gen. | ενεργότητα |
comp., MS | δραστηριότητα |
el. | ραδιενέργεια |
med. | ενεργητικότητα; δραστηριότητα; δραστικότητα; ενεργότητα |
allocation | |
account. | καταλογισμός; προσδιορισμός |
environ. | κατανομή; διανομή; εκχώρηση; επίδομα; καταλογισμός |
insur. PR | αποζημίωση; επίδομα; επιχορήγηση |
model | |
gen. | πρότυπο,υπόδειγμα |
astronaut. transp. | tύπος |
cultur. | μακέττα; πρόπλασμα |
IT | μοντέλο δεδομένων; μοντέλο περιεχομένου |
med. | μοντέλο |
met. mech.eng. | καλούπι; πρότυπο |
| |||
δραστηριότητα f (In a statechart diagram, the response an object in a particular state makes to an event without changing its state. Unlike actions, activities have non-negligible execution times and can be interrupted. The keyword do indicates an activity) | |||
ραδιενέργεια f | |||
δραστηριότητα f; δραστικότητα f; ενεργότητα f | |||
απασχόληση f | |||
| |||
θέσεις απασχόλησης δραστηριότητες | |||
| |||
ενεργότητα f | |||
| |||
ενεργητικότητα | |||
English thesaurus | |||
| |||
The main actions taken to operate the COBIT process | |||
ac; act; actv; acty | |||
A unit, organization, or installation performing a function or mission; A function, mission, action, or collection of actions (JP 3-0) |
activity : 783 phrases in 59 subjects |