active mode | |
commun. IT el. | ενεργός κατάσταση; ενεργός τρόπος |
efficiency | |
agric. construct. | αρδευτική αποδοτικότητα |
coal. | ωφέλιμο έργο |
el. | απόδοση φορτίου; βαθμός απόδοσης |
fin. | απόδοση |
IT dat.proc. | επάρκεια λειτουργίας |
mech.eng. | απόδοση εργασίας |
med. | επάρκεια; αποδοτικότητα |
met. | συντελεστής απόδοσης |
| |||
ενεργός κατάσταση; ενεργός τρόπος λειτουργίας |
active mode : 2 phrases in 2 subjects |
Energy industry | 1 |
Transport | 1 |