actin | |
med. | ακτίνη |
cortex | |
med. | φλοιός; φλοιός επινεφριδιών; φλοιώδης μοίρα επινεφριδιών; φλοιώδης ουσία λεμφογαγγλίων; περίβλημα; φλοιός του εγκεφάλου |
| |||
ακτίνη | |||
English thesaurus | |||
| |||
actinote; actinolite |
actin : 23 phrases in 1 subject |
Medical | 23 |