accumulation | |
gen. | συμφόρηση; συνάθροιση |
agric. chem. | αποθήκευση |
fin. | κεφαλαιοποίηση |
insur. lab.law. | σώρευση παροχών; ταυτόχρονη λήψη περισσότερων παροχών |
module | |
comp., MS | λειτουργική μονάδα |
energ.ind. | ηλιακή μονάδα |
industr. construct. | μικροκλίβανος; μικρός κλίβανος |
IT | δομική ενότητα; δομικό στοιχείο; δομοστοιχείο |
| |||
συμφόρηση f; συνάθροιση f | |||
αποθήκευση f | |||
κεφαλαιοποίηση f | |||
σώρευση παροχών; ταυτόχρονη λήψη περισσότερων παροχών | |||
συσσώρευση f; συγκέντρωση f; επισώρευση f |
accumulation : 66 phrases in 22 subjects |