access unit | |
commun. | μονάδα πρόσβασης; μονάδα προσπέλασης |
interface | |
agric. | τμήμα φλοιού μεταξύ δύο εντομών |
commun. IT | διεπαφή |
commun. IT el. | διεπικοινωνία; όριο διασυνδέσεως |
comp., MS | περιβάλλον εργασίας; διασύνδεση |
earth.sc. | διαχωριστική επιφάνεια |
earth.sc. el. | ενδιάμεσο ηλεκτρικής σύνδεσης |
met. | διεπιφάνεια; επιφάνεια επαφής |
| |||
μονάδα πρόσβασης; μονάδα προσπέλασης | |||
μονάδα προσπέλασης; μονάδα πρόσβασης |
access unit : 11 phrases in 1 subject |
Communications | 11 |