acceptance | |
construct. | κατακύρωσις |
econ. fin. | συναλλαγματική προς αποδοχή; τίτλος αποδοχής |
fin. | αποδοχή; γραμμάτιο τράπεζας; συναλλαγματική με αποδοχή ή οπισθογράφηση τράπεζας; τραπεζική συναλλαγματική |
tech. mater.sc. | έγκριση; παραδοχή |
error | |
comp., MS | σφάλμα |
IT | σφάλμα |
IT met. | ανθρώπινο λάθος; ανθρώπινο σφάλμα |
law | λάθος; πλάνη' σφάλμα |
law econ. | τυπικό σφάλμα |
math. | λάθος ή σφάλμα |
α-error | |
math. | σφάλμα απόρριψης; σφάλμα άλφα; σφάλμα α |
| |||
κατακύρωσις | |||
αποδοχή; γραμμάτιο τράπεζας; συναλλαγματική με αποδοχή ή οπισθογράφηση τράπεζας; τραπεζική συναλλαγματική | |||
έγκριση; παραδοχή | |||
παραλαβή | |||
| |||
συναλλαγματική προς αποδοχή; τίτλος αποδοχής | |||
English thesaurus | |||
| |||
acc; acce; acpt; acception; acceptation | |||
bankers acceptance | |||
acc. | |||
accpt |
acceptance : 220 phrases in 33 subjects |