accelerator | |
chem. | επιταχυντική ύλη |
el. | επιταχυντήρας |
forestr. | πεντάλ γκαζιού |
health. phys.sc. nucl.phys. | επιταχυντής μορίων |
industr. construct. chem. | επιταχυντής βουλκανισμού |
med. | επιταχυντής |
of | |
gen. | από |
vulcanization | |
environ. | βουλκανισμός; βουλκανισμός |
| |||
επιταχυντική ύλη | |||
επιταχυντήρας f | |||
πεντάλ γκαζιού | |||
επιταχυντής μορίων | |||
επιταχυντής βουλκανισμού | |||
επιταχυντής | |||
γκάζι n; επιταχυντής αυτοκινήτου | |||
English thesaurus | |||
| |||
accel (Vosoni) | |||
hammer (Put the hammer to the floor or we will be late for the wedding) |
accelerator : 77 phrases in 14 subjects |