accelerate | |
gen. | επιταχύνω |
med. | επιταχύνω επιτάχυνα; αυξάνω ρυθμό αύξησα |
asylum procedure | |
immigr. | διαδικασία εξέτασης αιτήσεων ασύλου |
| |||
επιταχύνω | |||
επιταχύνω επιτάχυνα; αυξάνω ρυθμό αύξησα | |||
| |||
επιτάχυνση | |||
English thesaurus | |||
| |||
acc |
accelerated : 108 phrases in 29 subjects |