absolute | |
gen. | απόλυτη; απόλυτο |
med. | πλήρης; απόλυτος |
loader | |
comp., MS | πρόγραμμα φόρτωσης |
forestr. | γερανός |
industr. | φορτωτής |
IT | φορτωτής εκκινητήρα; πρόγραμμα φόρτωσης εκκινητήρα |
lab.law. | φορτοεκφορτωτής οχημάτων; φορτοεκφορτωτής αεροσκαφών |
| |||
πλήρης | |||
| |||
απόλυτη; απόλυτο | |||
απόλυτος | |||
απόλυτο αιθέριο έλαιο | |||
English thesaurus | |||
| |||
abs | |||
absol | |||
a | |||
| |||
ABS (value) |
absolute : 217 phrases in 35 subjects |