absolute | |
gen. | απόλυτη; απόλυτο |
med. | πλήρης; απόλυτος |
instruction | |
gen. | τμήμα ελέγχου |
fin. IT | οδηγία |
IT tech. | εντολή |
med. | οδηγίαι του ιατρού προς το νοσηλευτικόν προσωπικόν |
| |||
πλήρης | |||
| |||
απόλυτη; απόλυτο | |||
απόλυτος | |||
απόλυτο αιθέριο έλαιο | |||
English thesaurus | |||
| |||
abs | |||
absol | |||
a | |||
| |||
ABS (value) |
absolute : 217 phrases in 35 subjects |