absolute | |
gen. | απόλυτη; απόλυτο |
med. | πλήρης; απόλυτος |
frequency | |
commun. | περιοδικότητα |
comp., MS | συχνότητα |
health. | συχνότης |
med. | συχνότητα; συνεχής επανάληψη |
nat.sc. | επικρατούσα αφθονία |
| |||
πλήρης | |||
| |||
απόλυτη; απόλυτο | |||
απόλυτος | |||
απόλυτο αιθέριο έλαιο | |||
English thesaurus | |||
| |||
abs | |||
absol | |||
a | |||
| |||
ABS (value) |
absolute : 217 phrases in 35 subjects |