absolute | |
gen. | απόλυτη; απόλυτο |
med. | πλήρης; απόλυτος |
configuration | |
IT tech. | διάρθρωση; διάταξη; συγκρότηση; σύνθεση |
life.sc. | πλανητικές προδιαγραφές |
life.sc. chem. | διάταξη ατόμων στο μόριο |
math. | δειγματοληψία πλέγματος |
med. | στερεοδιάταξη; διαμόρφωση |
| |||
πλήρης | |||
| |||
απόλυτη; απόλυτο | |||
απόλυτος | |||
απόλυτο αιθέριο έλαιο | |||
English thesaurus | |||
| |||
abs | |||
absol | |||
a | |||
| |||
ABS (value) |
absolute : 217 phrases in 35 subjects |