absolute | |
gen. | απόλυτη; απόλυτο |
med. | πλήρης; απόλυτος |
reference | |
commun. | γράμμα παραπομπής |
fin. | αναγνωριστικό συναλλαγής; αναφορά συναλλαγής |
IT | παραπομπή |
law | προσφυγή στο Δικαστήριο; υποβολή στο Συμβούλιο |
law commun. | αναφορά' παραπομπή |
social.sc. | αναφορά |
work.fl. commun. | διαπαραπομπή |
reference... | |
mech.eng. | αρχικός... |
| |||
πλήρης | |||
| |||
απόλυτη; απόλυτο | |||
απόλυτος | |||
απόλυτο αιθέριο έλαιο | |||
English thesaurus | |||
| |||
abs | |||
absol | |||
a | |||
| |||
ABS (value) |
absolute : 217 phrases in 35 subjects |