abortion | |
gen. | έκτρωση; διακοπή της κύησης |
command | |
gen. | διοίκηση; προστάζω; κυριαρχώ |
commun. | εντολή τηλεχειρισμού |
comp., MS | εντολή |
earth.sc. construct. | φορτίον υδροληψίας |
| |||
έκτρωση f; διακοπή της κύησης | |||
άμβλωση f; διακοπή κύησης; αποβολή f; αυτόματος έκτρωση (abortus); αυτόματος εκβολή (abortus); προκληθείσα έκτρωσις; τεχνητή έκτρωση; τεχνητή εκβολή | |||
| |||
αυτόματη έκτρωση; φυσική αποβολή | |||
English thesaurus | |||
| |||
abor. (аборт Углов) |
abortion : 123 phrases in 8 subjects |
Agriculture | 1 |
Economics | 2 |
General | 8 |
Health care | 21 |
Information technology | 8 |
Law | 5 |
Medical | 76 |
Statistics | 2 |