working party | |
gen. | ομάδα εργασίας; ομάδα; ομάδα εργασίας της Επιτροπής των Περιφερειών |
on | |
gen. | ανοιχτό; επάνω; πάνω; προς |
the | |
gen. | ή |
Generalised System of Preferences | |
fin. polit. interntl.trade. | σύστημα γενικευμένων προτιμήσεων |
| |||
ομάδα εργασίας; ομάδα f; ομάδα εργασίας της Επιτροπής των Περιφερειών |
Working Party : 462 phrases in 33 subjects |