working party abbr. | |
gen. | ομάδα εργασίας; ομάδα; ομάδα εργασίας της Επιτροπής των Περιφερειών |
on abbr. | |
gen. | ανοιχτό; επάνω; πάνω; προς |
the abbr. | |
gen. | ή |
election programme abbr. | |
econ. | εκλογικό πρόγραμμα |
| |||
ομάδα εργασίας; ομάδα; ομάδα εργασίας της Επιτροπής των Περιφερειών |
Working Party : 470 phrases in 33 subjects |