working party | |
gen. | ομάδα εργασίας; ομάδα; ομάδα εργασίας της Επιτροπής των Περιφερειών |
on | |
gen. | ανοιχτό; επάνω; πάνω; προς |
rural development | |
econ. | αγροτική ανάπτυξη |
environ. | αγροτική ανάπτυξη |
AND | |
comp., MS | λογικό ΚΑΙ |
environmental | |
gen. | περιβαλλοντική; περιβαλλοντικό |
Problem | |
comp., MS | Πρόβλημα |
| |||
ομάδα εργασίας; ομάδα f; ομάδα εργασίας της Επιτροπής των Περιφερειών |
Working Party : 462 phrases in 33 subjects |