work-in | |
lab.law. | κατάληψη της επιχείρησης |
Process | |
comp., MS | Διαδικασία |
process | |
gen. | διεξαγωγή |
comp., MS | διεργασία |
industr. | διεργασία |
law | κλήση ενώπιον του Δικαστηρίου |
mech.eng. | μετασκευάζω; κατεργάζομαι |
| |||
κατάληψη της επιχείρησης |
Work In : 96 phrases in 26 subjects |