walker abbr. | |
med. | βοηθητικό πλαίσιο βαδίσματος; περιπατητήρας |
probability function abbr. | |
stat. fin. | συνάρτηση πιθανότητας |
| |||
βοηθητικό πλαίσιο βαδίσματος; περιπατητήρας f |
Walker : 14 phrases in 4 subjects |
Agriculture | 3 |
Chemistry | 1 |
Medical | 8 |
Statistics | 2 |