way | |
gen. | τρόπος; δρόμος |
environ. | διαδρομή/οδός/κατεύθυνση/διάβαση/τρόπος/δρόμος |
mech.eng. | κυλισιοδηγός; οδηγόδρομος; ολισθητήρας; ολισθοδηγός; ολοσθόδρομος |
transp. | διεύθυνση; οδός |
| |||
τρόπος m; δρόμος m | |||
κυλισιοδηγός m; οδηγόδρομος m; ολισθητήρας f; ολισθοδηγός m | |||
| |||
ολοσθόδρομος | |||
| |||
διαδρομή/οδός/κατεύθυνση/διάβαση/τρόπος/δρόμος | |||
ολοσθόδρομος | |||
διεύθυνση; οδός | |||
English thesaurus | |||
| |||
World Assembly of Youth | |||
Work Appreciation For Youth | |||
Widowed And Young | |||
| |||
who are you |
WAY : 511 phrases in 34 subjects |